υπείκω: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, και επικ. τ. [[ὑποείκω]] Α<br /><b>μτφ.</b> [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]], υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔ<br />β. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]], αποσύρομαι, απομακρύνομαι<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[υποχωρώ]], [[παραχωρώ]] («τιμαῑς ὑπείκει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ.) <i>τὸ ὑπεῑκον</i><br />(<b>με περιλπτ. σημ.</b>) αυτοί που υποχωρούν, που υποτάσσονται («[[αὖθις]] τὸ | |mltxt=ΜΑ, και επικ. τ. [[ὑποείκω]] Α<br /><b>μτφ.</b> [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]], υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔ<br />β. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]], αποσύρομαι, απομακρύνομαι<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[υποχωρώ]], [[παραχωρώ]] («τιμαῑς ὑπείκει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ.) <i>τὸ ὑπεῑκον</i><br />(<b>με περιλπτ. σημ.</b>) αυτοί που υποχωρούν, που υποτάσσονται («[[αὖθις]] τὸ νῦν ὑπεῑκον ἤρασσον πέτροις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑπείκω]] χεῑρα» — [[ξεφεύγω]] από τα χέρια (<b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἴκω]] «[[υποχωρώ]], αποσύρομαι»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:01, 27 March 2021
Greek Monolingual
ΜΑ, και επικ. τ. ὑποείκω Α
μτφ. υποχωρώ, ενδίδω, υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔ
β. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.)
αρχ.
1. αποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι
2. (με δοτ.) υποχωρώ, παραχωρώ («τιμαῑς ὑπείκει», Σοφ.)
3. (το ουδ. της μτχ. ενεστ.) τὸ ὑπεῑκον
(με περιλπτ. σημ.) αυτοί που υποχωρούν, που υποτάσσονται («αὖθις τὸ νῦν ὑπεῑκον ἤρασσον πέτροις», Ευρ.)
4. φρ. «ὑπείκω χεῑρα» — ξεφεύγω από τα χέρια (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + εἴκω «υποχωρώ, αποσύρομαι»].