εξακριβώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
(12)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐξακριβῶ) [[ακριβώ]]<br />[[εξετάζω]] [[κάτι]] με [[ακρίβεια]], [[ερευνώ]] προσεχτικά («έχω εξακριβωμένες πληροφορίες»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[εξιχνιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] με [[ακρίβεια]] και [[επιμέλεια]] («μᾱλλον γὰρ ἕκαστα κρίνουσι καὶ ἐξακριβοῡσιν οἱ μεθ' ἡδονῆς ἐνεργοῡντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επεξεργάζομαι]]<br /><b>3.</b> [[περιγράφω]] με λεπτομέρειες<br /><b>4.</b> [[διαρκώ]] όσο [[πρέπει]]<br /><b>5.</b> [[μιλώ]] με [[ακρίβεια]] για [[κάτι]].
|mltxt=(AM ἐξακριβῶ) [[ακριβώ]]<br />[[εξετάζω]] [[κάτι]] με [[ακρίβεια]], [[ερευνώ]] προσεχτικά («έχω εξακριβωμένες πληροφορίες»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[εξιχνιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] με [[ακρίβεια]] και [[επιμέλεια]] («μᾱλλον γὰρ ἕκαστα κρίνουσι καὶ ἐξακριβοῡσιν οἱ μεθ' ἡδονῆς ἐνεργοῦν
τες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επεξεργάζομαι]]<br /><b>3.</b> [[περιγράφω]] με λεπτομέρειες<br /><b>4.</b> [[διαρκώ]] όσο [[πρέπει]]<br /><b>5.</b> [[μιλώ]] με [[ακρίβεια]] για [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐξακριβῶ) ακριβώ
εξετάζω κάτι με ακρίβεια, ερευνώ προσεχτικά («έχω εξακριβωμένες πληροφορίες»)
μσν.
μέσ. εξιχνιάζω
αρχ.
1. κάνω κάτι με ακρίβεια και επιμέλεια («μᾱλλον γὰρ ἕκαστα κρίνουσι καὶ ἐξακριβοῡσιν οἱ μεθ' ἡδονῆς ἐνεργοῦν τες», Αριστοτ.)
2. επεξεργάζομαι
3. περιγράφω με λεπτομέρειες
4. διαρκώ όσο πρέπει
5. μιλώ με ακρίβεια για κάτι.