ήρεμος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - " »" to "»")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἤρεμος]], -ον)<br />[[ήσυχος]], [[γαλήνιος]], [[ατάραχος]] (α. «[[είμαι]] ψυχικά [[ήρεμος]]» β. «[[ἤρεμος]] και [[ἡσύχιος]] [[βίος]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἤρεμον</i><br />η [[στιλπνότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηρέμως</i> και [[ηρέμα]] και <i>ήρεμα</i> (AM ἠρέμως και [[ἠρέμα]], Α και [[ἠρεμί]] και [[ἠρεμεί]])<br />[[ήσυχα]], όχι βίαια, [[σιγά]] [[σιγά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λίγο, [[ελαφρώς]] («[[ἠρέμα]] ριγοῡν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(θέατρ.)</b> (για τον σκηνικό [[ψίθυρο]] που [[είναι]] προορισμένος να ακουστεί από το κοινό) ψιθυριστά<br /><b>3.</b> βαθμιαία, [[προοδευτικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το [[ηρεμώ]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἤρεμος]], -ον)<br />[[ήσυχος]], [[γαλήνιος]], [[ατάραχος]] (α. «[[είμαι]] ψυχικά [[ήρεμος]]» β. «[[ἤρεμος]] και [[ἡσύχιος]] [[βίος]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἤρεμον</i><br />η [[στιλπνότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηρέμως</i> και [[ηρέμα]] και <i>ήρεμα</i> (AM ἠρέμως και [[ἠρέμα]], Α και [[ἠρεμί]] και [[ἠρεμεί]])<br />[[ήσυχα]], όχι βίαια, [[σιγά]] [[σιγά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λίγο, [[ελαφρώς]] («[[ἠρέμα]] ριγοῦν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(θέατρ.)</b> (για τον σκηνικό [[ψίθυρο]] που [[είναι]] προορισμένος να ακουστεί από το κοινό) ψιθυριστά<br /><b>3.</b> βαθμιαία, [[προοδευτικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το [[ηρεμώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἤρεμος, -ον)
ήσυχος, γαλήνιος, ατάραχος (α. «είμαι ψυχικά ήρεμος» β. «ἤρεμος και ἡσύχιος βίος», ΚΔ)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἤρεμον
η στιλπνότητα.
επίρρ...
ηρέμως και ηρέμα και ήρεμα (AM ἠρέμως και ἠρέμα, Α και ἠρεμί και ἠρεμεί)
ήσυχα, όχι βίαια, σιγά σιγά
αρχ.
1. λίγο, ελαφρώςἠρέμα ριγοῦν», Πλάτ.)
2. (θέατρ.) (για τον σκηνικό ψίθυρο που είναι προορισμένος να ακουστεί από το κοινό) ψιθυριστά
3. βαθμιαία, προοδευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Υποχωρητ. σχηματισμός από το ηρεμώ].