άκοιλος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "κοῑλο" to "κοῖλο")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄκοιλος]], -ον (Α) [[κοῑλος]]<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[κοίλος]], [[κούφιος]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο [[κοιλιά]]<br />αυτός που δεν έχει [[μεγάλη]] [[κοιλιά]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄκοιλος]], -ον (Α) [[κοῖλος]]<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[κοίλος]], [[κούφιος]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο [[κοιλιά]]<br />αυτός που δεν έχει [[μεγάλη]] [[κοιλιά]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 28 March 2021

Greek Monolingual

(I)
ἄκοιλος, -ον (Α) κοῖλος
αυτός που δεν είναι κοίλος, κούφιος.
(II)
-η, -ο κοιλιά
αυτός που δεν έχει μεγάλη κοιλιά.