επικουρία: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(13)
 
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπικουρία]]) [[επίκουρος]]<br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[συνδρομή]], [[ενίσχυση]] («ἐπικουρίας δεῑσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εφεδρεία]] στρατού («καὶ τ’ ἄλλα πλοῑα πᾱσά θ’ ἡ ‘πικουρία [[εὔτρεπτος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[θέση]] τών επικούρων, τών μάχιμων, στην πλατωνική <i>Πολιτεία</i><br /><b>2.</b> μισθοφορικό [[στράτευμα]]<br /><b>3.</b> [[παράκληση]], [[ικεσία]] για [[βοήθεια]].
|mltxt=η (AM [[ἐπικουρία]]) [[επίκουρος]]<br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[συνδρομή]], [[ενίσχυση]] («ἐπικουρίας δεῖσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εφεδρεία]] στρατού («καὶ τ’ ἄλλα πλοῑα πᾱσά θ’ ἡ ‘πικουρία [[εὔτρεπτος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[θέση]] τών επικούρων, τών μάχιμων, στην πλατωνική <i>Πολιτεία</i><br /><b>2.</b> μισθοφορικό [[στράτευμα]]<br /><b>3.</b> [[παράκληση]], [[ικεσία]] για [[βοήθεια]].
}}
}}

Revision as of 12:21, 28 March 2021

Greek Monolingual

η (AM ἐπικουρία) επίκουρος
1. βοήθεια, συνδρομή, ενίσχυση («ἐπικουρίας δεῖσθαι», Θουκ.)
2. εφεδρεία στρατού («καὶ τ’ ἄλλα πλοῑα πᾱσά θ’ ἡ ‘πικουρία εὔτρεπτος», Αισχύλ.)
αρχ.
1. η θέση τών επικούρων, τών μάχιμων, στην πλατωνική Πολιτεία
2. μισθοφορικό στράτευμα
3. παράκληση, ικεσία για βοήθεια.