χορταίος: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
(46)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[χόρτο]], στο [[περιβόλι]], στον κήπο<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χορταία</i><br />(ενν. <i>γῆ</i>) βοσκότοπος, [[λιβάδι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χιτὼν χορταῑος»<br />i) τριχωτό και τραχύ [[ένδυμα]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />ii) [[τριχωτός]] [[χιτώνας]] από [[δέρμα]], τον οποίο φορούσαν οι ηθοποιοί που υποδύονταν στο [[θέατρο]] τους Σειληνούς (Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόρτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[χόρτο]], στο [[περιβόλι]], στον κήπο<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χορταία</i><br />(ενν. <i>γῆ</i>) βοσκότοπος, [[λιβάδι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χιτὼν χορταῖος»<br />i) τριχωτό και τραχύ [[ένδυμα]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />ii) [[τριχωτός]] [[χιτώνας]] από [[δέρμα]], τον οποίο φορούσαν οι ηθοποιοί που υποδύονταν στο [[θέατρο]] τους Σειληνούς (Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόρτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:47, 28 March 2021

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χόρτο, στο περιβόλι, στον κήπο
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χορταία
(ενν. γῆ) βοσκότοπος, λιβάδι
3. φρ. «χιτὼν χορταῖος»
i) τριχωτό και τραχύ ένδυμα (Αριστοφ.)
ii) τριχωτός χιτώνας από δέρμα, τον οποίο φορούσαν οι ηθοποιοί που υποδύονταν στο θέατρο τους Σειληνούς (Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κατάλ. -αῖος].