δευτεραίος: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(9) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=δευτεραῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή πράττει [[κάτι]] τη δεύτερη [[μέρα]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>φρ.</b> «τῇ δευτεραίᾳ», «τῇ δευταραίη» — [[κατά]] τη δεύτερη [[μέρα]], την επομένη. | ||
}} | }} |