κοινοεργώ: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(21) |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κοινοεργῶ, -έω (Μ) [[κοινοεργής]]<br />[[ενεργώ]], [[εργάζομαι]] από κοινού με άλλους («[[ἄμφω]] δὲ ἠ γαστὴρ καὶ τὸ [[ἧπαρ]] | |mltxt=κοινοεργῶ, -έω (Μ) [[κοινοεργής]]<br />[[ενεργώ]], [[εργάζομαι]] από κοινού με άλλους («[[ἄμφω]] δὲ ἠ γαστὴρ καὶ τὸ [[ἧπαρ]] κοινοεργοῦσιν», Μελέτ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 28 March 2021
Greek Monolingual
κοινοεργῶ, -έω (Μ) κοινοεργής
ενεργώ, εργάζομαι από κοινού με άλλους («ἄμφω δὲ ἠ γαστὴρ καὶ τὸ ἧπαρ κοινοεργοῦσιν», Μελέτ.).