εξακριβώνω: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(12)
 
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐξακριβῶ) [[ακριβώ]]<br />[[εξετάζω]] [[κάτι]] με [[ακρίβεια]], [[ερευνώ]] προσεχτικά («έχω εξακριβωμένες πληροφορίες»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[εξιχνιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] με [[ακρίβεια]] και [[επιμέλεια]] («μᾱλλον γὰρ ἕκαστα κρίνουσι καὶ ἐξακριβοῡσιν οἱ μεθ' ἡδονῆς ἐνεργοῡντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επεξεργάζομαι]]<br /><b>3.</b> [[περιγράφω]] με λεπτομέρειες<br /><b>4.</b> [[διαρκώ]] όσο [[πρέπει]]<br /><b>5.</b> [[μιλώ]] με [[ακρίβεια]] για [[κάτι]].
|mltxt=(AM ἐξακριβῶ) [[ακριβώ]]<br />[[εξετάζω]] [[κάτι]] με [[ακρίβεια]], [[ερευνώ]] προσεχτικά («έχω εξακριβωμένες πληροφορίες»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[εξιχνιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] με [[ακρίβεια]] και [[επιμέλεια]] («μᾶλλον γὰρ ἕκαστα κρίνουσι καὶ ἐξακριβοῦσιν οἱ μεθ' ἡδονῆς ἐνεργοῦν
τες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επεξεργάζομαι]]<br /><b>3.</b> [[περιγράφω]] με λεπτομέρειες<br /><b>4.</b> [[διαρκώ]] όσο [[πρέπει]]<br /><b>5.</b> [[μιλώ]] με [[ακρίβεια]] για [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐξακριβῶ) ακριβώ
εξετάζω κάτι με ακρίβεια, ερευνώ προσεχτικά («έχω εξακριβωμένες πληροφορίες»)
μσν.
μέσ. εξιχνιάζω
αρχ.
1. κάνω κάτι με ακρίβεια και επιμέλεια («μᾶλλον γὰρ ἕκαστα κρίνουσι καὶ ἐξακριβοῦσιν οἱ μεθ' ἡδονῆς ἐνεργοῦν τες», Αριστοτ.)
2. επεξεργάζομαι
3. περιγράφω με λεπτομέρειες
4. διαρκώ όσο πρέπει
5. μιλώ με ακρίβεια για κάτι.