ευθηνώ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(15)
 
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=εὐθηνῶ, -έω (Α)<br />[[ακμάζω]], [[ευδοκιμώ]], [[ευημερώ]] (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῡσι», ΠΔ<br />β. «[[Αἴγυπτος]] καρποῑς ἀφθόνοις εὐθηνεῑτο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[ευθενώ]]].
|mltxt=εὐθηνῶ, -έω (Α)<br />[[ακμάζω]], [[ευδοκιμώ]], [[ευημερώ]] (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῦσι», ΠΔ<br />β. «[[Αἴγυπτος]] καρποῑς ἀφθόνοις εὐθηνεῑτο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[ευθενώ]]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

εὐθηνῶ, -έω (Α)
ακμάζω, ευδοκιμώ, ευημερώ (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῦσι», ΠΔ
β. «Αἴγυπτος καρποῑς ἀφθόνοις εὐθηνεῑτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ευθενώ].