νικαίος: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=νικαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[νίκη]], ο [[σχετικός]] με τη [[νίκη]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει τη [[νίκη]], που φέρνει τη [[νίκη]] («Παλλὰς νικαία» <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νικαῑον</i><br />[[μνημείο]] που έχει ανεγερθεί σε [[ανάμνηση]] νίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αίος</i>)].
|mltxt=νικαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[νίκη]], ο [[σχετικός]] με τη [[νίκη]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει τη [[νίκη]], που φέρνει τη [[νίκη]] («Παλλὰς νικαία» <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νικαῖον</i><br />[[μνημείο]] που έχει ανεγερθεί σε [[ανάμνηση]] νίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

νικαῖος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νίκη, ο σχετικός με τη νίκη
2. αυτός που δίνει τη νίκη, που φέρνει τη νίκη («Παλλὰς νικαία» Νόνν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικαῖον
μνημείο που έχει ανεγερθεί σε ανάμνηση νίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αίος)].