ἀμπελοκομία: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(3)
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμπελοκομία''': ἡ, ἡ τῆς ἀμπέλου καλλιέργεια, [[Πολυδ]]. (;) Wakef.
|lstext='''ἀμπελοκομία''': ἡ, ἡ τῆς ἀμπέλου καλλιέργεια, Πολυδ. (;) Wakef.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ [[ἀμπελοκομία]]) [[ἀμπελοκόμος]]<br />η [[αμπελουργία]].
|mltxt=η (Μ [[ἀμπελοκομία]]) [[ἀμπελοκόμος]]<br />η [[αμπελουργία]].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 28 March 2021

German (Pape)

[Seite 129] ἡ, Weinbau, Poll. 1, 224.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελοκομία: ἡ, ἡ τῆς ἀμπέλου καλλιέργεια, Πολυδ. (;) Wakef.

Greek Monolingual

η (Μ ἀμπελοκομία) ἀμπελοκόμος
η αμπελουργία.