ἀμπελοκομία: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
(6_10)
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμπελοκομία''': ἡ, ἡ τῆς ἀμπέλου καλλιέργεια, [[Πολυδ]]. (;) Wakef.
|lstext='''ἀμπελοκομία''': ἡ, ἡ τῆς ἀμπέλου καλλιέργεια, Πολυδ. (;) Wakef.
}}
{{grml
|mltxt=η (Μ [[ἀμπελοκομία]]) [[ἀμπελοκόμος]]<br />η [[αμπελουργία]].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 28 March 2021

German (Pape)

[Seite 129] ἡ, Weinbau, Poll. 1, 224.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελοκομία: ἡ, ἡ τῆς ἀμπέλου καλλιέργεια, Πολυδ. (;) Wakef.

Greek Monolingual

η (Μ ἀμπελοκομία) ἀμπελοκόμος
η αμπελουργία.