ερευγμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(14)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐρευγμός]] και [[ἐρυγμός]]) [[[ερεύγομαι]] (I)]<br />η [[θορυβώδης]] [[εκβολή]] στομαχικού αερίου από το [[στόμα]], το [[ρέψιμο]].
|mltxt=ο (AM [[ἐρευγμός]] και [[ἐρυγμός]]) [[ερεύγομαι]] (I)]<br />η [[θορυβώδης]] [[εκβολή]] στομαχικού αερίου από το [[στόμα]], το [[ρέψιμο]].
}}
}}

Revision as of 09:41, 6 April 2021

Greek Monolingual

ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) ερεύγομαι (I)]
η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο.