καταγελάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγελάσιμος''': -ον, γελοῖος, προξενῶν γέλωτα, πρβλ. Plaut. Stich. 4. 2, 50, [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Γελάσιμος, [[ὅπερ]] ἦν [[ὄνομα]] παρασίτου.
|lstext='''καταγελάσιμος''': -ον, γελοῖος, προξενῶν γέλωτα, πρβλ. Plaut. Stich. 4. 2, 50, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Γελάσιμος, [[ὅπερ]] ἦν [[ὄνομα]] παρασίτου.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:40, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγελάσιμος Medium diacritics: καταγελάσιμος Low diacritics: καταγελάσιμος Capitals: ΚΑΤΑΓΕΛΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: katagelásimos Transliteration B: katagelasimos Transliteration C: katagelasimos Beta Code: katagela/simos

English (LSJ)

ον, A ridiculous, with play on the name Γελάσιμος, Plaut.Stich.631.

German (Pape)

[Seite 1341] ganz lächerkkch, Plaut. Stich. 4, 2, 50.

Greek (Liddell-Scott)

καταγελάσιμος: -ον, γελοῖος, προξενῶν γέλωτα, πρβλ. Plaut. Stich. 4. 2, 50, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Γελάσιμος, ὅπερ ἦν ὄνομα παρασίτου.

Greek Monolingual

καταγελάσιμος, -ον (Α) καταγέλασις
ο άξιος χλευασμού.

Russian (Dvoretsky)

καταγελάσῐμος: (λᾰ) смехотворный, уморительный (nunc ego nolo ex Gelasimo mihi fieri te Catagelasimum Plautus Stich. 630).