νηρείτης: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηρείτης''': -ου, ὁ, [[ὄνομα]] διαφόρων εἰδῶν θαλασσίων κοχλιῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 31 καὶ 8. 33., 5. 15, 16, π. Ζ. Μορ. 4. 5, κτλ.: - τὸ πλεῖστον | |lstext='''νηρείτης''': -ου, ὁ, [[ὄνομα]] διαφόρων εἰδῶν θαλασσίων κοχλιῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 31 καὶ 8. 33., 5. 15, 16, π. Ζ. Μορ. 4. 5, κτλ.: - τὸ πλεῖστον μετὰ διαφ. γραφ. [[νηρίτης]]· πρβλ. [[ἀναρίτης]]. Ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει [[νήριτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:55, 20 April 2021
English (LSJ)
or νηρίτης [ῑ], ου, ὁ, name for several kinds of A sea-snails, Arist.HA530a12, 535a19, 547b23, PA679b20.
Greek (Liddell-Scott)
νηρείτης: -ου, ὁ, ὄνομα διαφόρων εἰδῶν θαλασσίων κοχλιῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 31 καὶ 8. 33., 5. 15, 16, π. Ζ. Μορ. 4. 5, κτλ.: - τὸ πλεῖστον μετὰ διαφ. γραφ. νηρίτης· πρβλ. ἀναρίτης. Ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει νήριτος.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
νηρείτης: ου ὁ v. l. = νηρίτης.