νοήρης: Difference between revisions
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοήρης''': -ες, ἔχων νοῦν, ὡς τὸ [[φρενήρης]], χειρῶν νοῆρες [[ἔργον]], τὸ | |lstext='''νοήρης''': -ες, ἔχων νοῦν, ὡς τὸ [[φρενήρης]], χειρῶν νοῆρες [[ἔργον]], τὸ μετὰ σκέψεως γινόμενον, Ἡρώνδ. VIII, 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νοήρης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει πνευματική [[ευστροφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ήρης]])]. | |mltxt=[[νοήρης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει πνευματική [[ευστροφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ήρης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 20 April 2021
English (LSJ)
ες, A skilful, ἔργον Herod.7.3. Adv. Dor. νοᾱρέως, = νουνεχόντως, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
νοήρης: -ες, ἔχων νοῦν, ὡς τὸ φρενήρης, χειρῶν νοῆρες ἔργον, τὸ μετὰ σκέψεως γινόμενον, Ἡρώνδ. VIII, 3.
Greek Monolingual
νοήρης, -ες (Α)
αυτός που έχει πνευματική ευστροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. -ήρης (πρβλ. ποδ-ήρης)].