περιπεφρασμένως: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιπεφρασμένως''': Ἐπίρρ., | |lstext='''περιπεφρασμένως''': Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς περισκέψεως, μετὰ τέχνης, Ἡσύχ. ἐν λ. περιφραδέως. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επιρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> με [[μεγάλη]] [[περίσκεψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περιπεφρασμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[περιφράζω]]]. | |mltxt=Α<br /><b>επιρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> με [[μεγάλη]] [[περίσκεψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περιπεφρασμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[περιφράζω]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv. A very thoughtfully, gloss on περιφραδέως, Hsch.
German (Pape)
[Seite 587] adv. part. perf. pass. von περιφράζω, sehr überlegt, überdacht, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
περιπεφρασμένως: Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς περισκέψεως, μετὰ τέχνης, Ἡσύχ. ἐν λ. περιφραδέως.
Greek Monolingual
Α
επιρρ. (κατά τον Ησύχ.) με μεγάλη περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπεφρασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του περιφράζω].