ταινίδιον: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[ταινία]]<br /><b>υποκορ.</b><br /><b>1.</b> μικρή και στενή [[λωρίδα]] υφάσματος<br /><b>2.</b> δερμάτινο [[λουρί]]<br /><b>3.</b> μικρή [[κοσμηματοθήκη]] («[[δακτύλιος]] χρυσοῡς ἐν ταινιδίῳ ἐν δεδεμένος ξυλίνῳ», <b>επιγρ.</b> Δήλου)<br /><b>4.</b> [[λεπτό]] [[κόσμημα]] («στέφανον ἐλάας [[μετὰ]] ταινιδίου φοινικιοῡ», <b>επιγρ.</b>).
|mltxt=τὸ, Α [[ταινία]]<br /><b>υποκορ.</b><br /><b>1.</b> μικρή και στενή [[λωρίδα]] υφάσματος<br /><b>2.</b> δερμάτινο [[λουρί]]<br /><b>3.</b> μικρή [[κοσμηματοθήκη]] («[[δακτύλιος]] χρυσοῡς ἐν ταινιδίῳ ἐν δεδεμένος ξυλίνῳ», <b>επιγρ.</b> Δήλου)<br /><b>4.</b> [[λεπτό]] [[κόσμημα]] («στέφανον ἐλάας μετὰ ταινιδίου φοινικιοῡ», <b>επιγρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:20, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταινίδιον Medium diacritics: ταινίδιον Low diacritics: ταινίδιον Capitals: ΤΑΙΝΙΔΙΟΝ
Transliteration A: tainídion Transliteration B: tainidion Transliteration C: tainidion Beta Code: taini/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of ταινία, A strip of linen, Hp.Acut. (Sp.) 15, Sor. Fasc.36, al.; strip of skin, Heliod. ap. Orib.45.5.3, Antyll.ib.45.26.1. II Dim. of ταινία III, PMich.Zen.38.8 (iii B.C.). III perh. small jewel-case, δακτύλιος χρυσοῦς ἐν -ίῳ ἐνδεδεμένος ξυλίνῳ IG11(2).161 B51, cf. 119, 203 B 68 (Delos, iii B.C.); στλεγγίδιον χρυσοῦν ἐπὶ ταινιδίῳ ib.82, cf. 91; ὅρμος χρυσοῦς ἐπὶ ταινιδίου Inscr.Délos 442 B202 (ii B.C.). IV small ribbon, στέφανον ἐλάας μετὰ -ου φοινικιοῦ SIG 1018 (Pergam., iii B.C.); τ. χρυσοῦν IG11(2).203B48; ὁλκὴ . . σὺν ταινιδίοις καὶ λίνῳ ib.81.

German (Pape)

[Seite 1063] τό, = Folgdm, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταινίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ταινία, λωρὶς λινοῦ ὑφάσματος, Ἱππ. 398. 54, κτλ.

Greek Monolingual

τὸ, Α ταινία
υποκορ.
1. μικρή και στενή λωρίδα υφάσματος
2. δερμάτινο λουρί
3. μικρή κοσμηματοθήκηδακτύλιος χρυσοῡς ἐν ταινιδίῳ ἐν δεδεμένος ξυλίνῳ», επιγρ. Δήλου)
4. λεπτό κόσμημα («στέφανον ἐλάας μετὰ ταινιδίου φοινικιοῡ», επιγρ.).