ἄνιχθυς: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνιχθυς''': υ, γεν. -υος, [[ἄνευ]] ἰχθύων ἢ [[μετὰ]] ὀλίγων ἰχθύων, ἁλμυρὰν αὐτὴν (τὴν λίμνην) οὖσαν καὶ ἄνιχθυν Στράβ. 746.
|lstext='''ἄνιχθυς''': υ, γεν. -υος, [[ἄνευ]] ἰχθύων ἢ μετὰ ὀλίγων ἰχθύων, ἁλμυρὰν αὐτὴν (τὴν λίμνην) οὖσαν καὶ ἄνιχθυν Στράβ. 746.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:45, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνιχθυς Medium diacritics: ἄνιχθυς Low diacritics: άνιχθυς Capitals: ΑΝΙΧΘΥΣ
Transliteration A: ánichthys Transliteration B: anichthys Transliteration C: anichthys Beta Code: a)/nixqus

English (LSJ)

υ, gen. υος, A without fish, λίμνη Str.16.1.21.

German (Pape)

[Seite 239] υος, fischarm, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνιχθυς: υ, γεν. -υος, ἄνευ ἰχθύων ἢ μετὰ ὀλίγων ἰχθύων, ἁλμυρὰν αὐτὴν (τὴν λίμνην) οὖσαν καὶ ἄνιχθυν Στράβ. 746.

Spanish (DGE)

-υ, gen. -υος que carece de peces λίμνη Str.16.1.21.

Greek Monolingual

ἄνιχθυς, -υ (Α)
(για ποταμούς ή λίμνες) αυτός που δεν έχει ψάρια.