ἔρεισις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔρεισις''': -εως, ἡ, ἡ [[μετὰ]] δυνάμεως [[ὤθησις]], τὴν τοῦ πέτρου ἔρεισιν, περὶ τῆς [[μεγάλης]] πέτρας ἣν ὤθει πρὸς τὰ ἄνω [[μετὰ]] πολλοῦ κόπου ὁ [[Σίσυφος]], Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 20 [[στήριξις]], τοῦ χείλους Ἀθην. 488Ε.
|lstext='''ἔρεισις''': -εως, ἡ, ἡ μετὰ δυνάμεως [[ὤθησις]], τὴν τοῦ πέτρου ἔρεισιν, περὶ τῆς [[μεγάλης]] πέτρας ἣν ὤθει πρὸς τὰ ἄνω μετὰ πολλοῦ κόπου ὁ [[Σίσυφος]], Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 20 [[στήριξις]], τοῦ χείλους Ἀθην. 488Ε.
}}
}}

Revision as of 13:10, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρεισις Medium diacritics: ἔρεισις Low diacritics: έρεισις Capitals: ΕΡΕΙΣΙΣ
Transliteration A: éreisis Transliteration B: ereisis Transliteration C: ereisis Beta Code: e)/reisis

English (LSJ)

εως, ἡ, A propping up, shoring up, οἰκίας BCH35.243(Delos, ii B.C.). 2 resting, supporting, ἡ ἐπ' ἐδάφους ἔ. τοῦ ποδός Aristeas 69. 3 pushing against, thrusting, τοῦ πέτρου D.H.Comp.20 ; τοῦ χείλους Ath.11.488e. 4 leverage, Menesth. ap. Erot. s.v. ἄμβην.

German (Pape)

[Seite 1024] ἡ, das Stützen, Anstämmen, Entgegenstämmen, D. Hal. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρεισις: -εως, ἡ, ἡ μετὰ δυνάμεως ὤθησις, τὴν τοῦ πέτρου ἔρεισιν, περὶ τῆς μεγάλης πέτρας ἣν ὤθει πρὸς τὰ ἄνω μετὰ πολλοῦ κόπου ὁ Σίσυφος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 20 στήριξις, τοῦ χείλους Ἀθην. 488Ε.