ἔρεισις

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρεισις Medium diacritics: ἔρεισις Low diacritics: έρεισις Capitals: ΕΡΕΙΣΙΣ
Transliteration A: éreisis Transliteration B: ereisis Transliteration C: ereisis Beta Code: e)/reisis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A propping up, shoring up, οἰκίας BCH35.243(Delos, ii B.C.).
2 resting, supporting, ἡ ἐπ' ἐδάφους ἔ. τοῦ ποδός Aristeas 69.
3 pushing against, thrusting, τοῦ πέτρου D.H.Comp.20; τοῦ χείλους Ath.11.488e.
4 leverage, Menesth. ap. Erot. s.v. ἄμβην.

German (Pape)

[Seite 1024] ἡ, das Stützen, Anstämmen, Entgegenstämmen, D. Hal. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρεισις: -εως, ἡ, ἡ μετὰ δυνάμεως ὤθησις, τὴν τοῦ πέτρου ἔρεισιν, περὶ τῆς μεγάλης πέτρας ἣν ὤθει πρὸς τὰ ἄνω μετὰ πολλοῦ κόπου ὁ Σίσυφος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 20 στήριξις, τοῦ χείλους Ἀθην. 488Ε.