υποζευγνύω: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποζευγνύω]], ΝΑ, και [[ὑποζεύγνυμι]] Α [[ζευγνύω]] / [[ζεύγνυμι]]]]<br />(σχετικά με ζώο) [[βάζω]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], [[ζεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]]<br />β) [[κατατάσσω]] σε μία [[τάξη]] («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι [[γένος]]», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[ὑποζευγνύω]], ΝΑ, και [[ὑποζεύγνυμι]] Α [[ζευγνύω]] / [[ζεύγνυμι]]<br />(σχετικά με ζώο) [[βάζω]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], [[ζεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]]<br />β) [[κατατάσσω]] σε μία [[τάξη]] («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι [[γένος]]», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 13:19, 20 April 2021

Greek Monolingual

ὑποζευγνύω, ΝΑ, και ὑποζεύγνυμι Α ζευγνύω / ζεύγνυμι
(σχετικά με ζώο) βάζω κάτω από τον ζυγό, ζεύω
αρχ.
1. μτφ. α) υποτάσσω, υποδουλώνω
β) κατατάσσω σε μία τάξη («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι γένος», Πλάτ.).