υποζευγνύω: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑποζευγνύω]], ΝΑ, και [[ὑποζεύγνυμι]] Α [[ζευγνύω]] / [[ζεύγνυμι | |mltxt=[[ὑποζευγνύω]], ΝΑ, και [[ὑποζεύγνυμι]] Α [[ζευγνύω]] / [[ζεύγνυμι]]<br />(σχετικά με ζώο) [[βάζω]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], [[ζεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]]<br />β) [[κατατάσσω]] σε μία [[τάξη]] («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι [[γένος]]», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:19, 20 April 2021
Greek Monolingual
ὑποζευγνύω, ΝΑ, και ὑποζεύγνυμι Α ζευγνύω / ζεύγνυμι
(σχετικά με ζώο) βάζω κάτω από τον ζυγό, ζεύω
αρχ.
1. μτφ. α) υποτάσσω, υποδουλώνω
β) κατατάσσω σε μία τάξη («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι γένος», Πλάτ.).