οὐρανοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "κλῑμαξ" to "κλῖμαξ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οὐρανοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βαστάζει τον ουρανό<br /><b>2.</b> αυτός που οδηγεί στον ουρανό («[[οὐρανοφόρος]] | |mltxt=[[οὐρανοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βαστάζει τον ουρανό<br /><b>2.</b> αυτός που οδηγεί στον ουρανό («[[οὐρανοφόρος]] [[κλῖμαξ]]», Μ. Βασ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 20 April 2021
English (LSJ)
ον, = A caelifer, Gloss.; v. οὐρανόροφος.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνοφόρος: -ον, ὁ ἔχων ἄνωθεν οὐρανόν, δηλ. παραπέτασμα, ἴδε ἐν λ. οὐρανοφόρος 2) ὁ φέρων εἰς τὸν οὐρανὸν, οὐρανοφόρος κλῖμαξ Βασίλ. IV, 357Β.
Greek Monolingual
οὐρανοφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που βαστάζει τον ουρανό
2. αυτός που οδηγεί στον ουρανό («οὐρανοφόρος κλῖμαξ», Μ. Βασ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -φόρος].