ἐρής: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " ;" to ";")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eris
|Transliteration C=eris
|Beta Code=e)rh/s
|Beta Code=e)rh/s
|Definition=(nom. not found), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[son]], [[child]], gen. pl. [[ἐρέων]], dat. pl. [[ἔρεσσι]] Puchstein <span class="title">Epigr.Gr.</span>p.76 ; acc. pl. [[ἐρέας]], dat. pl. [[ἐρέεσφι]], = [[τέκνα]], [[τέκνοις]] (Thess.), Hsch.</span>
|Definition=(nom. not found), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[son]], [[child]], gen. pl. [[ἐρέων]], dat. pl. [[ἔρεσσι]] Puchstein <span class="title">Epigr.Gr.</span>p.76; acc. pl. [[ἐρέας]], dat. pl. [[ἐρέεσφι]], = [[τέκνα]], [[τέκνοις]] (Thess.), Hsch.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρής]], ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> (άχρ. ονομαστ. ονόματος, του οποίου απαντούν μόνο η γεν. πληθ. <i>ἐρέων</i>, η δοτ. πληθ. <i>ἔρεσσι</i> και θεσσαλ. <i>ἐρέεσφι</i> και η αιτ. πληθ. <i>ἐρεάς</i>)<br />[[τέκνο]], [[γιος]].
|mltxt=[[ἐρής]], ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> (άχρ. ονομαστ. ονόματος, του οποίου απαντούν μόνο η γεν. πληθ. <i>ἐρέων</i>, η δοτ. πληθ. <i>ἔρεσσι</i> και θεσσαλ. <i>ἐρέεσφι</i> και η αιτ. πληθ. <i>ἐρεάς</i>)<br />[[τέκνο]], [[γιος]].
}}
}}

Revision as of 09:05, 23 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρής Medium diacritics: ἐρής Low diacritics: ερής Capitals: ΕΡΗΣ
Transliteration A: erḗs Transliteration B: erēs Transliteration C: eris Beta Code: e)rh/s

English (LSJ)

(nom. not found), A son, child, gen. pl. ἐρέων, dat. pl. ἔρεσσι Puchstein Epigr.Gr.p.76; acc. pl. ἐρέας, dat. pl. ἐρέεσφι, = τέκνα, τέκνοις (Thess.), Hsch.

Greek Monolingual

ἐρής, ὁ (Α)
επιγρ. (άχρ. ονομαστ. ονόματος, του οποίου απαντούν μόνο η γεν. πληθ. ἐρέων, η δοτ. πληθ. ἔρεσσι και θεσσαλ. ἐρέεσφι και η αιτ. πληθ. ἐρεάς)
τέκνο, γιος.