indifference: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 4: | Line 4: | ||
[[ἀδιαφορία]], ἡ, [[τὸ ἀδιαφορητικόν]]. | [[ἀδιαφορία]], ἡ, [[τὸ ἀδιαφορητικόν]]. | ||
[[utter]] indifference | [[utter]] indifference: [[ἐξαδιαφόρησις]], ἡ. | ||
[[negligence]]: [[ἀμέλεια]], ἡ, [[ἀμελία]], ἡ. | [[negligence]]: [[ἀμέλεια]], ἡ, [[ἀμελία]], ἡ. |
Revision as of 14:37, 7 July 2021
English > Greek (Woodhouse)
substantive
ἀδιαφορία, ἡ, τὸ ἀδιαφορητικόν.
utter indifference: ἐξαδιαφόρησις, ἡ.
negligence: ἀμέλεια, ἡ, ἀμελία, ἡ.
heedlessness: P. and V. ῥᾳθυμία, ἡ, P. ἀμέλεια, ἡ, ῥᾳστώνη, ἡ, V. ἀμελία, ἡ, ἀκήδεια, ἡ.
calmness: Ar. and P. ἡσυχία, ἡ.
treat with indifference, v.: P. and V. ἀμελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), P. ὀλιγωρεῖν (gen.), παρορᾶν, ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι, V. δι' οὐδένος ποιεῖσθαι, φαύλως φέρω, φαύλως φέρειν; see disregard.