βηχικός: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[βηκικός]] Diog.Oen.145.2<br /><b class="num">1</b> [[lenitivo para la tos]] φάρμακα Gal.11.769, Alex.Trall.2.155.23, βοηθήματα Archig.p.70L.<br /><b class="num">2</b> [[relativo a la tos]] dud. τὰ δὲ βηκικὰ πάθη μο Diog.Oen.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[acompañado de tos]] φθίσεις Ptol.<i>Tetr</i>.2.9.16<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ β. [[el que sufre de tos]] ἄλλη [[ἀνώδυνος]] ... πρὸς ... βηχικούς Gal.13.96, ἡ δὲ [[γλῶσσα]] [[αὐτοῦ]] (<i>sc</i>. τοῦ ἀετοῦ) ... ἀρτηρικοὺς καὶ βηχικοὺς ... μεγάλως ἰᾶται <i>Cyran</i>.3.1.52.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[βηκικός]] Diog.Oen.145.2<br /><b class="num">1</b> [[lenitivo para la tos]] φάρμακα Gal.11.769, Alex.Trall.2.155.23, βοηθήματα Archig.p.70L.<br /><b class="num">2</b> [[relativo a la tos]] dud. τὰ δὲ βηκικὰ πάθη μο Diog.Oen.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[acompañado de tos]] φθίσεις Ptol.<i>Tetr</i>.2.9.16<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ β. [[el que sufre de tos]] ἄλλη [[ἀνώδυνος]] ... πρὸς ... βηχικούς Gal.13.96, ἡ δὲ [[γλῶσσα]] [[αὐτοῦ]] (<i>sc</i>. τοῦ ἀετοῦ) ... ἀρτηρικοὺς καὶ βηχικοὺς ... μεγάλως ἰᾶται <i>Cyran</i>.3.1.52.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βηχικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> όποιος υποφέρει από βήχα<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για [[ανακούφιση]] από τον βήχα.
|mltxt=[[βηχικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> όποιος υποφέρει από βήχα<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για [[ανακούφιση]] από τον βήχα.
}}
}}

Revision as of 09:28, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βηχικός Medium diacritics: βηχικός Low diacritics: βηχικός Capitals: ΒΗΧΙΚΟΣ
Transliteration A: bēchikós Transliteration B: bēchikos Transliteration C: vichikos Beta Code: bhxiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A suffering from cough, γραίη f.l. in Hp.Epid.7.105. 2 good for a cough, φάρμακα Gal.11.769, al., cf. Alex.Trall.5.

German (Pape)

[Seite 443] mit Husten behaftet, Hippocr.; gegen den Husten, φάρμακα Medic.

Greek (Liddell-Scott)

βηχικός: -ή, -όν, ὑπὸ βηχὸς πάσχων, Ἱππ. 1236. 4· β. φάρμακα, φάρμακα κατὰ τοῦ βηχός, Ἰατρ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): βηκικός Diog.Oen.145.2
1 lenitivo para la tos φάρμακα Gal.11.769, Alex.Trall.2.155.23, βοηθήματα Archig.p.70L.
2 relativo a la tos dud. τὰ δὲ βηκικὰ πάθη μο Diog.Oen.l.c.
acompañado de tos φθίσεις Ptol.Tetr.2.9.16
subst. ὁ β. el que sufre de tos ἄλλη ἀνώδυνος ... πρὸς ... βηχικούς Gal.13.96, ἡ δὲ γλῶσσα αὐτοῦ (sc. τοῦ ἀετοῦ) ... ἀρτηρικοὺς καὶ βηχικοὺς ... μεγάλως ἰᾶται Cyran.3.1.52.

Greek Monolingual

βηχικός, -ή, -όν (Α)
1. όποιος υποφέρει από βήχα
2. κατάλληλος για ανακούφιση από τον βήχα.