εξαριθμώ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(12) |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐξαριθμῶ, -έω (AM) [[[εξάριθμος]] (I)]<br /><b>1.</b> [[αριθμώ]], [[καταμετρώ]], [[λογαριάζω]] ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]], [[απαριθμώ]], [[εκθέτω]] [[κάτι]] με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[μετρώ]] σε κάποιον χρήματα για να του τά δώσω, [[καταβάλλω]], [[πληρώνω]] ( | |mltxt=ἐξαριθμῶ, -έω (AM) [[[εξάριθμος]] (I)]<br /><b>1.</b> [[αριθμώ]], [[καταμετρώ]], [[λογαριάζω]] ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]], [[απαριθμώ]], [[εκθέτω]] [[κάτι]] με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[μετρώ]] σε κάποιον χρήματα για να του τά δώσω, [[καταβάλλω]], [[πληρώνω]] («ταῦτα τὰ χρήματ' ἐξηρίθμησεν», Δημ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:52, 25 July 2021
Greek Monolingual
ἐξαριθμῶ, -έω (AM) [[[εξάριθμος]] (I)]
1. αριθμώ, καταμετρώ, λογαριάζω ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», Ηρόδ.)
2. αναφέρω, απαριθμώ, εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.)
3. μετρώ σε κάποιον χρήματα για να του τά δώσω, καταβάλλω, πληρώνω («ταῦτα τὰ χρήματ' ἐξηρίθμησεν», Δημ.).