Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φαφούτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(44)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=, -ικο, θηλ. και -ισσα, Ν<br />αυτός που του έχουν πέσει τα δόντια, που δεν έχει δόντια, [[ξεδοντιάρης]], [[κουτσοδόντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον. ήχο που παράγεται όταν μιλά [[κάποιος]] που δεν έχει δόντια].
|mltxt=[[φαφούτης]], [[φαφούτα]], φαφούτικο, θηλ. και [[φαφούτισσα]], Ν<br />αυτός που του έχουν πέσει τα δόντια, που δεν έχει δόντια, [[ξεδοντιάρης]], [[κουτσοδόντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον. ήχο που παράγεται όταν μιλά [[κάποιος]] που δεν έχει δόντια].
}}
}}

Revision as of 16:02, 26 July 2021

Greek Monolingual

φαφούτης, φαφούτα, φαφούτικο, θηλ. και φαφούτισσα, Ν
αυτός που του έχουν πέσει τα δόντια, που δεν έχει δόντια, ξεδοντιάρης, κουτσοδόντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον. ήχο που παράγεται όταν μιλά κάποιος που δεν έχει δόντια].