εκθύω: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(10)
 
m (Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐκθύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] εξιλαστήρια [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] εντελώς, [[αφανίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) (με αιτ. πράγμ.) [[εξιλεώνω]], [[εξαγνίζω]] («τὸ ἐκθύσασθαι [ενν. [[ἄγος]]] οὐκ οἶοί τε ἐγίνοντο ἐπιμηχανεόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (μέσ. με αιτ. προσ.) [[καταπραΰνω]], [[εξευμενίζω]] («[[τίνα]] δεῑ μακάρων ἐκθυσαμένους εὑρεῑν μόχθων [[ἀνάπαυλα]]», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) <b>(απολ.)</b> [[προσφέρω]] εξιλαστήρια [[θυσία]]<br />δ) [[αποτρέπω]] ένα [[κακό]] με [[θυσία]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐκθύω]] (Α)<br />(για εξανθήματα) [[παρουσιάζομαι]] εξαιτίας πυρετού.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐκθύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] εξιλαστήρια [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] εντελώς, [[αφανίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) (με αιτ. πράγμ.) [[εξιλεώνω]], [[εξαγνίζω]] («τὸ ἐκθύσασθαι [ενν. [[ἄγος]]] οὐκ οἶοί τε ἐγίνοντο ἐπιμηχανεόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (μέσ. με αιτ. προσ.) [[καταπραΰνω]], [[εξευμενίζω]] («[[τίνα]] δεῖ μακάρων ἐκθυσαμένους εὑρεῖν μόχθων [[ἀνάπαυλα]]», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) <b>(απολ.)</b> [[προσφέρω]] εξιλαστήρια [[θυσία]]<br />δ) [[αποτρέπω]] ένα [[κακό]] με [[θυσία]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐκθύω]] (Α)<br />(για εξανθήματα) [[παρουσιάζομαι]] εξαιτίας πυρετού.
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 2 August 2021

Greek Monolingual

(I)
ἐκθύω (Α)
1. προσφέρω εξιλαστήρια θυσία
2. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω
3. μέσ. α) (με αιτ. πράγμ.) εξιλεώνω, εξαγνίζω («τὸ ἐκθύσασθαι [ενν. ἄγος] οὐκ οἶοί τε ἐγίνοντο ἐπιμηχανεόμενοι», Ηρόδ.)
β) (μέσ. με αιτ. προσ.) καταπραΰνω, εξευμενίζωτίνα δεῖ μακάρων ἐκθυσαμένους εὑρεῖν μόχθων ἀνάπαυλα», Ευρ.)
γ) (απολ.) προσφέρω εξιλαστήρια θυσία
δ) αποτρέπω ένα κακό με θυσία.
(II)
ἐκθύω (Α)
(για εξανθήματα) παρουσιάζομαι εξαιτίας πυρετού.