εκθύω
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
Greek Monolingual
(I)
ἐκθύω (Α)
1. προσφέρω εξιλαστήρια θυσία
2. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω
3. μέσ. α) (με αιτ. πράγμ.) εξιλεώνω, εξαγνίζω («τὸ ἐκθύσασθαι [ενν. ἄγος] οὐκ οἶοί τε ἐγίνοντο ἐπιμηχανεόμενοι», Ηρόδ.)
β) (μέσ. με αιτ. προσ.) καταπραΰνω, εξευμενίζω («τίνα δεῖ μακάρων ἐκθυσαμένους εὑρεῖν μόχθων ἀνάπαυλα», Ευρ.)
γ) (απολ.) προσφέρω εξιλαστήρια θυσία
δ) αποτρέπω ένα κακό με θυσία.
(II)
ἐκθύω (Α)
(για εξανθήματα) παρουσιάζομαι εξαιτίας πυρετού.