δαμαστής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δᾰμαστής) -οῦ, ὁ<br />[[domador]], [[subyugador]]de Eros, Epich.283, cf. <i>Gloss</i>.2.266.
|dgtxt=(δᾰμαστής) -οῦ, ὁ<br />[[domador]], [[subyugador]] de Eros, Epich.283, cf. <i>Gloss</i>.2.266.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. [[δαμάστρια]], η) (Μ [[δαμαστής]], ο) [[δαμάζω]]<br />αυτός που δαμάζει, που τιθασεύει κάποιον ή [[κάτι]].
|mltxt=ο (θηλ. [[δαμάστρια]], η) (Μ [[δαμαστής]], ο) [[δαμάζω]]<br />αυτός που δαμάζει, που τιθασεύει κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 16:10, 9 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμαστής Medium diacritics: δαμαστής Low diacritics: δαμαστής Capitals: ΔΑΜΑΣΤΗΣ
Transliteration A: damastḗs Transliteration B: damastēs Transliteration C: damastis Beta Code: damasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A subduer, Gloss., prob. epithet of Ἔρως, [Epich.]301.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμαστής: -οῦ, ὁ, ὁ καθυποτάσσων, Γλωσσ.· δαμαστικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Πίνδ.

Spanish (DGE)

(δᾰμαστής) -οῦ, ὁ
domador, subyugador de Eros, Epich.283, cf. Gloss.2.266.

Greek Monolingual

ο (θηλ. δαμάστρια, η) (Μ δαμαστής, ο) δαμάζω
αυτός που δαμάζει, που τιθασεύει κάποιον ή κάτι.