ἀμφίπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de dos hojas]]de las puertas de las troneras σεσιδηρωμένας γὰρ καὶ ἀμφιπλεύρους τὰς θυρίδας Ph.<i>Bel</i>.81.30.
|dgtxt=-ον<br />[[de dos hojas]] de las puertas de las troneras σεσιδηρωμένας γὰρ καὶ ἀμφιπλεύρους τὰς θυρίδας Ph.<i>Bel</i>.81.30.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίπλευρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρουσιάζεται με δύο πλευρές, δύο όψεις<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[θύρα]]) αυτή που έχει δύο πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίπλευρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρουσιάζεται με δύο πλευρές, δύο όψεις<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[θύρα]]) αυτή που έχει δύο πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]].
}}
}}

Revision as of 16:15, 9 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίπλευρος Medium diacritics: ἀμφίπλευρος Low diacritics: αμφίπλευρος Capitals: ΑΜΦΙΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: amphípleuros Transliteration B: amphipleuros Transliteration C: amfiplevros Beta Code: a)mfi/pleuros

English (LSJ)

ον, A with traverses on both sides, θυρίδες Ph.Bel.81.30.

German (Pape)

[Seite 142] θυρίς, zweiflügelige Thür, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπλευρος: -ον, μὲ πλευρὰς ἑκατέρωθεν, «σεσιδηρωμένας καὶ ἀμφιπλεύρους τὰς θυρίδας αὐτῶν ποιήσομεν» Φίλ. Βελοπ. σ. 81.

Spanish (DGE)

-ον
de dos hojas de las puertas de las troneras σεσιδηρωμένας γὰρ καὶ ἀμφιπλεύρους τὰς θυρίδας Ph.Bel.81.30.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίπλευρος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που παρουσιάζεται με δύο πλευρές, δύο όψεις
αρχ.
(για θύρα) αυτή που έχει δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πλευρος < πλευρά.