βαθύνοια: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του βαθυστόχαστου, η [[εμβρίθεια]]<br /><b>2.</b> η πνευματική [[ικανότητα]] να αναζητεί και να βρίσκει [[κανείς]] τις βαθύτερες αιτίες των όντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαθύνους]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγχίνοια]], [[άνοια]], [[δύσνοια]], [[εύνοια]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Νεόφυτο Δούκα].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του βαθυστόχαστου, η [[εμβρίθεια]]<br /><b>2.</b> η πνευματική [[ικανότητα]] να αναζητεί και να βρίσκει [[κανείς]] τις βαθύτερες αιτίες των όντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαθύνους]] ([[πρβλ]]. [[αγχίνοια]], [[άνοια]], [[δύσνοια]], [[εύνοια]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Νεόφυτο Δούκα].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του βαθυστόχαστου, η εμβρίθεια
2. η πνευματική ικανότητα να αναζητεί και να βρίσκει κανείς τις βαθύτερες αιτίες των όντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύνους (πρβλ. αγχίνοια, άνοια, δύσνοια, εύνοια). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Νεόφυτο Δούκα].