γαυριάζω: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική [[ορμή]], [[βαρβατεύω]]<br /><b>2.</b> [[γαυριώ]], [[καμαρώνω]]<br /><b>3.</b> [[εκδηλώνω]] όλη μου τη [[ζωτικότητα]] για να πετύχω [[κάτι]]<br /><b>4.</b> εξαγριώνομαι, [[μαίνομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[γαυριώ]], με μεταπλασμό [[κατά]] τα εις -<i>ζω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ρουφίζω</i>-<i>ρουφώ</i>, <i>βλογίζω</i>-[[βλογώ]] κ.λπ.].
|mltxt=<b>1.</b> (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική [[ορμή]], [[βαρβατεύω]]<br /><b>2.</b> [[γαυριώ]], [[καμαρώνω]]<br /><b>3.</b> [[εκδηλώνω]] όλη μου τη [[ζωτικότητα]] για να πετύχω [[κάτι]]<br /><b>4.</b> εξαγριώνομαι, [[μαίνομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[γαυριώ]], με μεταπλασμό [[κατά]] τα εις -<i>ζω</i> ([[πρβλ]]. <i>ρουφίζω</i>-<i>ρουφώ</i>, <i>βλογίζω</i>-[[βλογώ]] κ.λπ.].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω
2. γαυριώ, καμαρώνω
3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι
4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις -ζω (πρβλ. ρουφίζω-ρουφώ, βλογίζω-βλογώ κ.λπ.].