γραμματιζούμενος: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> [[εγγράμματος]], μορφωμένος<br /><b>2.</b> <b>ειρων.</b> αυτός που προβάλλει τον εαυτό του ως μορφωμένο [[χωρίς]] να [[είναι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γραμματίζω]]. Επιθετοποιημένη [[μετοχή]] μέσου ενεστώτα σε -<i>ούμενος</i>, αναλογικά σχηματισμένη [[προς]] τις μετοχές τών ρημάτων σε -<i>ούμαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μελλούμενο</i>, <i>γελαζούμενος</i>)].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> [[εγγράμματος]], μορφωμένος<br /><b>2.</b> <b>ειρων.</b> αυτός που προβάλλει τον εαυτό του ως μορφωμένο [[χωρίς]] να [[είναι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γραμματίζω]]. Επιθετοποιημένη [[μετοχή]] μέσου ενεστώτα σε -<i>ούμενος</i>, αναλογικά σχηματισμένη [[προς]] τις μετοχές τών ρημάτων σε -<i>ούμαι</i> ([[πρβλ]]. <i>μελλούμενο</i>, <i>γελαζούμενος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εγγράμματος, μορφωμένος
2. ειρων. αυτός που προβάλλει τον εαυτό του ως μορφωμένο χωρίς να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματίζω. Επιθετοποιημένη μετοχή μέσου ενεστώτα σε -ούμενος, αναλογικά σχηματισμένη προς τις μετοχές τών ρημάτων σε -ούμαι (πρβλ. μελλούμενο, γελαζούμενος)].