γουργουρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γουργουλίζω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[γαργάρα]]<br /><b>2.</b> (για στενόλαιμα αγγεία) [[παράγω]] ιδιόρρυθμο ήχο [[κατά]] το [[άδειασμα]] του νερού<br /><b>3.</b> (για τα έντερα) [[παράγω]] ιδιόρρυθμο ήχο λόγω της μετακινήσεως τών αερίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο <i>γουρ</i>-<i>γουρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ελλ. [[βορβορύζω]], <i>κορκορυγέω</i>)].
|mltxt=και [[γουργουλίζω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[γαργάρα]]<br /><b>2.</b> (για στενόλαιμα αγγεία) [[παράγω]] ιδιόρρυθμο ήχο [[κατά]] το [[άδειασμα]] του νερού<br /><b>3.</b> (για τα έντερα) [[παράγω]] ιδιόρρυθμο ήχο λόγω της μετακινήσεως τών αερίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο <i>γουρ</i>-<i>γουρ</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ελλ. [[βορβορύζω]], <i>κορκορυγέω</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

και γουργουλίζω
1. κάνω γαργάρα
2. (για στενόλαιμα αγγεία) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο κατά το άδειασμα του νερού
3. (για τα έντερα) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο λόγω της μετακινήσεως τών αερίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο γουρ-γουρ (πρβλ. αρχ. ελλ. βορβορύζω, κορκορυγέω)].