άδειασμα

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

το αδειάζω
αφαίρεση του περιεχομένου κάποιου πράγματος, εκκένωση, κένωση.