δενδρώεις: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(6_8)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δενδρώεις''': εσσα, εν, =[[δενδρήεις]], Νόνν. Δ. 18. 127.
|lstext='''δενδρώεις''': εσσα, εν, =[[δενδρήεις]], Νόνν. Δ. 18. 127.
}}
{{grml
|mltxt=[[δενδρώεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />ο [[δενδρήεις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ώεις</i>. Το –<i>ω</i>- του επιθήματος οφείλεται σε μετρικούς λόγους ([[πρβλ]]. [[κητώεις]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 546] = δενδρήεις, κῆπος Nonn. D. 18, 127.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρώεις: εσσα, εν, =δενδρήεις, Νόνν. Δ. 18. 127.

Greek Monolingual

δενδρώεις, -εσσα, -εν (Α)
ο δενδρήεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) -ώεις. Το –ω- του επιθήματος οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. κητώεις)].