δείσα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=δεῑσα, η (Α)<br />[[μούχλα]], [[ακαθαρσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[δείσα]] προέρχεται πιθ. από τ. <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>ia</i> ή <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>sa</i> με [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>eid</i> (<i>h</i>)- «[[λάσπη]], [[ρύπος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σλαβ. <i>židŭkŭ</i> «πολύ [[ζουμερός]]», ρωσ. <i>židkij</i> «[[υγρός]]», αρχ. νορβ. <i>kveisa</i> «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. <i>έδεισα</i> που εμπεριέχει τη [[σημασία]] «[[φρίκη]], [[κάτι]] που προκαλεί τρόμο» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κνίσα]], <i>άση</i>)].
|mltxt=δεῑσα, η (Α)<br />[[μούχλα]], [[ακαθαρσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[δείσα]] προέρχεται πιθ. από τ. <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>ia</i> ή <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>sa</i> με [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>eid</i> (<i>h</i>)- «[[λάσπη]], [[ρύπος]]» ([[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>židŭkŭ</i> «πολύ [[ζουμερός]]», ρωσ. <i>židkij</i> «[[υγρός]]», αρχ. νορβ. <i>kveisa</i> «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. <i>έδεισα</i> που εμπεριέχει τη [[σημασία]] «[[φρίκη]], [[κάτι]] που προκαλεί τρόμο» ([[πρβλ]]. [[κνίσα]], <i>άση</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

δεῑσα, η (Α)
μούχλα, ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. δείσα προέρχεται πιθ. από τ. gweidh-ia ή gweidh-sa με αναγωγή σε ρίζα gweid (h)- «λάσπη, ρύπος» (πρβλ. αρχ. σλαβ. židŭkŭ «πολύ ζουμερός», ρωσ. židkij «υγρός», αρχ. νορβ. kveisa «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. έδεισα που εμπεριέχει τη σημασία «φρίκη, κάτι που προκαλεί τρόμο» (πρβλ. κνίσα, άση)].