γυαλόχαρτο: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γιαλόχαρτο]], το<br />[[χαρτί]] με λεπτότατα θρύμματα γυαλιού στη μια [[επιφάνεια]] για [[λείανση]] διαφόρων επιφανειών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυαλί]] <span style="color: red;">+</span> [[χαρτί]]. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>papier de verre</i>)].
|mltxt=και [[γιαλόχαρτο]], το<br />[[χαρτί]] με λεπτότατα θρύμματα γυαλιού στη μια [[επιφάνεια]] για [[λείανση]] διαφόρων επιφανειών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυαλί]] <span style="color: red;">+</span> [[χαρτί]]. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>papier de verre</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

και γιαλόχαρτο, το
χαρτί με λεπτότατα θρύμματα γυαλιού στη μια επιφάνεια για λείανση διαφόρων επιφανειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυαλί + χαρτί. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. papier de verre)].