εξουδετερώνω: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(12) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>1.</b> [[εκμηδενίζω]], [[ματαιώνω]] με ενέργειά μου, την [[ενέργεια]] κάποιου άλλου<br /><b>2.</b> [[εκμηδενίζω]], [[καθιστώ]] κάποιον [[τελείως]] ακίνδυνο<br /><b>3.</b> μεταβάλλων όξινη ή αλκαλική [[ουσία]] σε ουδέτερη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. στον λόγιο τύπο της <i>εξουδετερώ</i> μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ. Πρόκειται πιθ. για [[απόδοση]] ξεν. όρου ( | |mltxt=<b>1.</b> [[εκμηδενίζω]], [[ματαιώνω]] με ενέργειά μου, την [[ενέργεια]] κάποιου άλλου<br /><b>2.</b> [[εκμηδενίζω]], [[καθιστώ]] κάποιον [[τελείως]] ακίνδυνο<br /><b>3.</b> μεταβάλλων όξινη ή αλκαλική [[ουσία]] σε ουδέτερη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. στον λόγιο τύπο της <i>εξουδετερώ</i> μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ. Πρόκειται πιθ. για [[απόδοση]] ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>neutralizer</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
1. εκμηδενίζω, ματαιώνω με ενέργειά μου, την ενέργεια κάποιου άλλου
2. εκμηδενίζω, καθιστώ κάποιον τελείως ακίνδυνο
3. μεταβάλλων όξινη ή αλκαλική ουσία σε ουδέτερη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τύπο της εξουδετερώ μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ. Πρόκειται πιθ. για απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. neutralizer)].