εξηκοστός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(12)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἑξηκοστός]], -ή, -όν, Α και ἐξήκοιστος)<br /><b>1.</b> αυτός που στη [[σειρά]] έχει τον αριθμό [[εξήντα]] («ἥκειν ἐς ἑξηκοστὴν ἡμέραν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξηκοστό</i>(<i>ν</i>)<br />καθένα από τα [[εξήντα]] ίσα μέρη ενός συνόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἑξηκοστή</i><br />[[δασμός]] ενός εξηκοστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξήκο</i>-<i>ντα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στός</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[εκατοστός]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἑξηκοστός]], -ή, -όν, Α και ἐξήκοιστος)<br /><b>1.</b> αυτός που στη [[σειρά]] έχει τον αριθμό [[εξήντα]] («ἥκειν ἐς ἑξηκοστὴν ἡμέραν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξηκοστό</i>(<i>ν</i>)<br />καθένα από τα [[εξήντα]] ίσα μέρη ενός συνόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἑξηκοστή</i><br />[[δασμός]] ενός εξηκοστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξήκο</i>-<i>ντα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στός</i>, [[πρβλ]]. [[εκατοστός]]].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑξηκοστός, -ή, -όν, Α και ἐξήκοιστος)
1. αυτός που στη σειρά έχει τον αριθμό εξήντα («ἥκειν ἐς ἑξηκοστὴν ἡμέραν», Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το εξηκοστό(ν)
καθένα από τα εξήντα ίσα μέρη ενός συνόλου
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑξηκοστή
δασμός ενός εξηκοστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκο-ντα + -στός, πρβλ. εκατοστός].