εξηκοστός: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἑξηκοστός]], -ή, -όν, Α και ἐξήκοιστος)<br /><b>1.</b> αυτός που στη [[σειρά]] έχει τον αριθμό [[εξήντα]] («ἥκειν ἐς ἑξηκοστὴν ἡμέραν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξηκοστό</i>(<i>ν</i>)<br />καθένα από τα [[εξήντα]] ίσα μέρη ενός συνόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἑξηκοστή</i><br />[[δασμός]] ενός εξηκοστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξήκο</i>-<i>ντα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στός</i>, | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἑξηκοστός]], -ή, -όν, Α και ἐξήκοιστος)<br /><b>1.</b> αυτός που στη [[σειρά]] έχει τον αριθμό [[εξήντα]] («ἥκειν ἐς ἑξηκοστὴν ἡμέραν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξηκοστό</i>(<i>ν</i>)<br />καθένα από τα [[εξήντα]] ίσα μέρη ενός συνόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἑξηκοστή</i><br />[[δασμός]] ενός εξηκοστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξήκο</i>-<i>ντα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στός</i>, [[πρβλ]]. [[εκατοστός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἑξηκοστός, -ή, -όν, Α και ἐξήκοιστος)
1. αυτός που στη σειρά έχει τον αριθμό εξήντα («ἥκειν ἐς ἑξηκοστὴν ἡμέραν», Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το εξηκοστό(ν)
καθένα από τα εξήντα ίσα μέρη ενός συνόλου
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑξηκοστή
δασμός ενός εξηκοστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκο-ντα + -στός, πρβλ. εκατοστός].