ετεροειδής: Difference between revisions
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[είδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετική [[μορφή]], ο [[ανομοιόμορφος]]<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>βοτ.</b> λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο [[άτομο]], παρουσιάζουν διάφορες μορφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[είδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετική [[μορφή]], ο [[ανομοιόμορφος]]<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>βοτ.</b> λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο [[άτομο]], παρουσιάζουν διάφορες μορφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>ειδής</i>, <i>ευ</i>-<i>ειδής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτεροειδής, -ές)
1. αυτός που ανήκει σε άλλο είδος
2. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόμορφος
(νεολλ.) βοτ. λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο άτομο, παρουσιάζουν διάφορες μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ειδής (< είδος), πρβλ. δυσ-ειδής, ευ-ειδής].