ετυμηγόρος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐτυμηγόρος]], -ον (Α)<br />αυτὸς που λέει την [[αλήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτυμος]] «[[αληθινός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αγόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αγορεύω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημ</i>-<i>ηγόρος</i><br />το <i>η</i> λόγω της συνθέσεως].
|mltxt=[[ἐτυμηγόρος]], -ον (Α)<br />αυτὸς που λέει την [[αλήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτυμος]] «[[αληθινός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αγόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αγορεύω]]), [[πρβλ]]. <i>δημ</i>-<i>ηγόρος</i><br />το <i>η</i> λόγω της συνθέσεως].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐτυμηγόρος, -ον (Α)
αυτὸς που λέει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμος «αληθινός» + -αγόρος (< αγορεύω), πρβλ. δημ-ηγόρος
το η λόγω της συνθέσεως].