ευαπόδεικτος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐαπόδεικτος]], -ον)<br />αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, [[απτός]], [[χειροπιαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[δεικτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-[[δεικνύω]]) | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὐαπόδεικτος]], -ον)<br />αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, [[απτός]], [[χειροπιαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[δεικτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-[[δεικνύω]]) [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>απόδεικτος</i>, <i>αν</i>-<i>από</i>-<i>δεικτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐαπόδεικτος, -ον)
αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, απτός, χειροπιαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-δεικτός (< απο-δεικνύω) πρβλ. δυσ-απόδεικτος, αν-από-δεικτος].