ευαπόδεικτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐαπόδεικτος]], -ον)<br />αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, [[απτός]], [[χειροπιαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[δεικτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-[[δεικνύω]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>απόδεικτος</i>, <i>αν</i>-<i>από</i>-<i>δεικτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐαπόδεικτος]], -ον)<br />αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, [[απτός]], [[χειροπιαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[δεικτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-[[δεικνύω]]) [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>απόδεικτος</i>, <i>αν</i>-<i>από</i>-<i>δεικτος</i>].
}}
}}

Revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐαπόδεικτος, -ον)
αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, απτός, χειροπιαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-δεικτός (< απο-δεικνύω) πρβλ. δυσ-απόδεικτος, αν-από-δεικτος].