ευρεσιτέχνης: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[δίπλωμα]] ευρεσιτεχνίας, ο [[εφευρέτης]]<br /><b>2.</b> ο [[εφευρετικός]], ο [[επινοητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]]) <span style="color: red;">+</span> [[τέχνη]], | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[δίπλωμα]] ευρεσιτεχνίας, ο [[εφευρέτης]]<br /><b>2.</b> ο [[εφευρετικός]], ο [[επινοητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]]) <span style="color: red;">+</span> [[τέχνη]], [[πρβλ]]. <i>ερασι</i>-<i>τέχνης</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που έχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο εφευρέτης
2. ο εφευρετικός, ο επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω) + τέχνη, πρβλ. ερασι-τέχνης].