εψανός: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑψανός]], -ή, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βράζει εύκολα, ο [[βραστερός]], ο [[καλόβραστος]], ο [[καλόψητος]]<br /><b>2.</b> (για φαγητά) αυτός που τρώγεται [[βραστός]], ο βρασμένος<br /><b>3.</b> [[ζωμός]], [[σούπα]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑφανά</i><br />τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἑψ</i>- του <i>ἕψω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανος</i>, (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ορφ</i>-<i>ανός</i>, <i>στεγ</i>-<i>ανός</i>)].
|mltxt=[[ἑψανός]], -ή, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βράζει εύκολα, ο [[βραστερός]], ο [[καλόβραστος]], ο [[καλόψητος]]<br /><b>2.</b> (για φαγητά) αυτός που τρώγεται [[βραστός]], ο βρασμένος<br /><b>3.</b> [[ζωμός]], [[σούπα]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑφανά</i><br />τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἑψ</i>- του <i>ἕψω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανος</i>, ([[πρβλ]]. <i>ορφ</i>-<i>ανός</i>, <i>στεγ</i>-<i>ανός</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἑψανός, -ή, -ον (Α)
1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος
2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος
3. ζωμός, σούπα
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά
τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ- του ἕψω + κατάλ. -ανος, (πρβλ. ορφ-ανός, στεγ-ανός)].