ευμαθής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐμαθής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που μαθαίνει εύκολα και [[γρήγορα]], [[επιδεκτικός]] μαθήσεως, [[ταχυμαθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιθυμεί [[μάθηση]], [[μόρφωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μαθαίνεται εύκολα, [[ευνόητος]], [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εὐμαθὲς [[φώνημα]]» — ευδιάγνωστη, [[ευκρινής]] [[φωνή]] (<b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευμαθώς</i> (Α εὐμαθῶς)<br />με τρόπο καταληπτό, κατανοητό<br /><b>αρχ.</b><br />εντέχνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαθ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>έ</i>-<i>μαθ</i>-<i>ον</i>, [[μανθάνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>μαθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>μαθής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐμαθής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που μαθαίνει εύκολα και [[γρήγορα]], [[επιδεκτικός]] μαθήσεως, [[ταχυμαθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιθυμεί [[μάθηση]], [[μόρφωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μαθαίνεται εύκολα, [[ευνόητος]], [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εὐμαθὲς [[φώνημα]]» — ευδιάγνωστη, [[ευκρινής]] [[φωνή]] (<b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευμαθώς</i> (Α εὐμαθῶς)<br />με τρόπο καταληπτό, κατανοητό<br /><b>αρχ.</b><br />εντέχνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαθ</i>-, [[πρβλ]]. <i>έ</i>-<i>μαθ</i>-<i>ον</i>, [[μανθάνω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>μαθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>μαθής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐμαθής, -ές)
1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής
2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση
αρχ.
1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός
2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» — ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή (Σοφ.).
επίρρ...
ευμαθώς (Α εὐμαθῶς)
με τρόπο καταληπτό, κατανοητό
αρχ.
εντέχνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μαθής (< θ. μαθ-, πρβλ. έ-μαθ-ον, μανθάνω), πρβλ. α-μαθής, πολυ-μαθής].