ευκρινής

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐκρινής, -ές)
1. σαφής, φανερός, καθαρός, διαυγής (α. «η άποψή σου έγινε πολύ ευκρινής» β. «τῆμος δ' εὐκρινέες τ' αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων» — όταν οι άνεμοι είναι σταθεροί και όχι συγκεχυμένοι, Ησίοδ.
γ. «οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν» — δεν υπάρχει φανερή διάκριση στην ακοή, Αριστοτ.)
2. (για έκφραση και ύφος) ξεκάθαρος, σαφής, εύληπτος
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει χωριστεί καλά («τὸ τῆς ἐν τῷ σωτῆρι θεανθρώπῳ φύσεως εὐκρινὲς συνέχεον», Ευστ.)
(αρχ.
1. αυτός που έχει ανοιχθεί καλά («εὐκρινῆ στόματα [μήτρας]», Ιπποκρ.)
2. (για συγγραφείς) ο σαφής
3. ιατρ. αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ο υγιής
4. αυτός που βρίσκεται σε καλή διάταξηπάντα εὐκρινέα ποιέεσθαι», Ηρόδ.)
5. ιατρ. (για επιδέσμους) απλός
6. αυτός που έχει περάσει κρίση, αυτός που βρίσκεται στην ανάρρωση
7. ιατρ. (για συμπτώματα) αυτός με τον οποίο γίνεται εύκολη γνωμάτευση
8. (για νόσους) αυτός με τον οποίο κάποιος παθαίνει κρίση εύκολα.
επίρρ...
ευκρινώς (ΑΜ εὐκρινῶς, Α ιων. τ. εὐκρινέως)
σαφώς, φανερά
αρχ.
1. χωρίς διάκριση («οὐκ εὐκρινῶς εἴτε... εἴτε», Στράβ.)
2. με τάξη, τακτικά («χύτρας... φαίνεσθαι εὐκρινῶς κειμένας», Ξεν.)
4. απλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κρινής (< κρίνω)
Οι διαφορετικές σημασίες του επιθέτου οφείλονται στις διαφορετικές σημασίες του ρ. κρίνω: «διαχωρίζω», «επιλέγω», «αποφασίζω», «κρίνω». Ακόμη, στη μέση φωνή, το ρ. απαντά με τις σημασίες «παθαίνω κρίση (ασθενείας)» και «καταδικάζω»].